- σῑτομετρία
- σῑτο-μετρία, ἡ, das Amt, Geschäft des σιτομέτρης, das Zumessen und Verteilen des Getreides; auch das Zugemessene selbst, Proviant
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιτομετρία — ἡ, Α [σιτομέτρης] η μέτρηση και κατανομή σιταριού, ψωμιού και άλλων τροφίμων … Dictionary of Greek
σιτομέτρια — σῑτομέτρια , σιτομέτριον measured allowance of corn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτομετρίας — σῑτομετρίᾱς , σιτομετρία measured allowance of corn fem acc pl σῑτομετρίᾱς , σιτομετρία measured allowance of corn fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
σιτομέτριον — και σιτόμετρον, τὸ, Α [σιτομέτρης / ία] η σιτομετρία … Dictionary of Greek
σιτομετρίαν — σῑτομετρίᾱν , σιτομετρία measured allowance of corn fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)